- σχίσεις
- σχίσιςcleavagefem nom/voc pl (attic epic)σχίσιςcleavagefem nom/acc pl (attic)σχίζωsplitaor subj act 2nd sg (epic)σχίζωsplitfut ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σχίσις — εως, ἡ, ΜΑ [σχίζω] η ενέργεια τού σχίζω, σχίσιμο («αὕτη αἰτία γέγονεν, ἡ σχίσις, τοῡ δύο γεγονέναι», Πλάτ.) αρχ. 1. διακλάδωση («ἔοικε σχίσεις τε καὶ περιόδους πολλὰς ἕχειν [ἡ πρὸς τὸν Ἅδην ὁδός]», Πλάτ.) 2. φρ. «σχίσις τοῡ γάλακτος» ο… … Dictionary of Greek